- ἐπιπέτομαι
- ἐπι-πέτομαι, aor. ἐπέπτατο, inf. ἐπιπτέσθαι: fly toward or in, Il. 13.821; of an arrow, Il. 4.126.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επιπέτομαι — ἐπιπέτομαι (AM) (Μ και ἐπιπετάομαι) [πέτομαι] πετώ (α. «ἀετὸς ἐπιπτόμενος αἴσιος», Ξεν. β. «βέλος ἐπιπετασθέν», Ευστ.) αρχ. 1. πετώ από πάνω («ὃς ἄβραχα πεδία καρποφόρα τε γᾱς ἐπιπετόμενος ἰαχεῑ», Ευρ.) 2. πετώ, τρέχω με βιασύνη κάπου («καινὰ καὶ … Dictionary of Greek
εφίπταμαι — ἐφίπταμαι (Α) μτγν. τ. ενεστ. τού ἐπιπέτομαι*, πετώ πάνω από κάποιον ή από κάτι, πετώ ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵπταμαι] … Dictionary of Greek